εξάτμιση

εξάτμιση
Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο χαμηλή είναι η θερμοκρασία τόσο πιο αργή είναι η ε. Κατά την ε. απορροφάται μία ορισμένη ποσότητα θερμότητας, η λανθάνουσα θερμότητα ε., η οποία εξαρτάται από τη φύση του υγρού και από τις επικρατούσες συνθήκες. Άμεση εμπειρία του συγκεκριμένου γεγονότος αποκτά κάποιος όταν υγραίνει το χέρι του με νερό (ή καλύτερα με οινόπνευμα ή αιθέρα) και το κινεί ελαφρά· η ταχεία ε. προκαλεί ένα αίσθημα ψύχους το οποίο οφείλεται στη λανθάνουσα θερμότητα της ε. που αφαιρείται από το χέρι. Η αφαίρεση θερμότητας με ε. εφαρμόζεται ευρύτατα στις εγκαταστάσεις κλιματισμού του αέρα. Μια πρόσφατη εκμετάλλευση του ίδιου φαινομένου υπάρχει στο πεδίο των διαστημικών εκτοξεύσεων: η ε. κατάλληλων ουσιών αφαιρεί ένα μέρος της θερμότητας που παράγεται με την τριβή των διαστημικών οχημάτων με την ατμόσφαιρα. Η ε. σε υψηλή θερμοκρασία ή στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος και σε μειωμένη πίεση βρίσκει πολυάριθμες βιομηχανικές εφαρμογές: μία από τις πιο παλιές εφαρμογές της ε. είναι η μέθοδος της πρόσκτησης του αλατιού στις αλυκές.
* * *
η (Μ ἐξάτμισις) [εξατμίζω]
η μετατροπή υγρού σε αέριο χωρίς βρασμό
νεοελλ.
1. η διαφυγή ατμού από κλειστό δοχείο
2. συνεκδ. το μέρος μηχανής από το οποίο διαφεύγει ο ατμός
3. η εκφυγή στην ατμόσφαιρα τών καυσαερίων τών οχημάτων
4. εξάρτημα αυτοκινήτων και λοιπών οχημάτων με το οποίο πραγματοποιείται η εξαγωγή τών καυσαερίων
5. πλήρης διάλυση ή εξαφάνιση («εξάτμιση τών ελπίδων»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξάτμιση — η 1. η μετατροπή υγρού σε ατμό ή άλλο αέριο χωρίς βρασμό, εξαέρωση, ατμοποίηση, ξεθύμασμα. 2. η διαφυγή ατμού ή αερίου από κλειστό δοχείο ή από κινητήρα. 3. το μέρος απ όπου γίνεται αυτή η διαφυγή: Στράβωσε η εξάτμιση του αυτοκινήτου. 4. μτφ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… …   Dictionary of Greek

  • βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”